-
1 θάνατος
θάνατος οсмерть, гибель:ηθικός θάνατος — нравственное падение;
η τριπλή μορφή του θανάτου: πνευματικός, σωματικός, αιώνιος — тройная форма смерти: духовная, телесная, вечная
Этим.дргр. θανατός < санскр. a-dhvani-t «исчез, сгорел», dhvan-ta «темный» -
2 θάνατος
ο1) смерть (тж. о животном, растении); кончина;φυσικός (βίαιος) θάνατος — естественная (насильственная) смерть;
αίφνίδιος θάνατος — скоропостижная смерть;
μετά -ατον посмертно;σε περίπτωση -ατού в случае (или на случаи) смерти; 2) перен. смерть, гибель;πολιτικός θάνατος — гражданская смерть;
ηθικός θάνατος — нравственное падение;
αυτό είναι θάνατος γιά μάς — это для нас гибель, катастрофа;
του είναι θάνατος η παύση του από την εργασία — увольнение с работы для него равносильно смерти;
3) потеря (разума, рассудка и т. п.);θάν της μνήμης — потеря памяти;
§ σιγή -ατού гробовое молчание;μισώ μέχρι -ατού смертельно ненавидеть; μάχομαι μέχρι -ατού сражаться не на жизнь, а на смерть; είμαι μεταξύ ζωής και -ατού быть между жизнью и смертью;είναι γιά θάνατο — его дни сочтены (о больном);
καταδικάζω σε θάνατό — выносить смертный приговор
См. также в других словарях:
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek